- ὑποκλαίειν
- ὑποκλαίωshed secrettearspres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποκλαίω — και αττ. τ. ὑποκλάω Α 1. κλαίω κρυφά 2. κλαίω μαζί με άλλον («ὑποκλαίειν τῷ Θεῷ περὶ τῆς ἁμαρτίας», Γρηγ Ναζ.) … Dictionary of Greek